- παράδοση
- η / παράδοσις, -όσεως, ΝΜΑ [παραδίδω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραδίδω, η απόδοση (α. «έγινε η παράδοση τού εμπορεύματος» β. «η παράδοση τού ταμείου» γ. «ἡ παράδοσις τῶν χρημάτων», Αριστοτ.)2. η παραχώρηση, η μεταβίβαση τής εξουσίας κυρίως στον νόμιμο διάδοχο (α. «η παράδοση τής προεδρίας» β. «ἡ παράδοσις τῆς βασιλείας», Πλούτ.)3. η διά μέσου τών γενεών μετάδοση στους μεταγενεστέρους, προφορικώς κυρίως αλλά και γραπτώς, ηθών, εθίμων, δοξασιών, διδαχών κ.λπ. («διδασκαλία καὶ παράδοσις λεγέσθω τίνα τρόπον χρὴ πράττειν ἕκαστα», Πλάτ.)4. το σύνολο τών από στόματος σε στόμα και από γενεάς σε γενεά διασωθέντων μέχρι σήμερα ηθών και εθίμων5. η διδασκαλία, η μετάδοση γνώσεων («οι παραδόσεις τού καθηγητή θα αρχίσουν την επόμενη εβδομάδα»)6. η αναγνώριση τής ήττας και η υποταγή στον εχθρό, η υποδούλωση («[πόλεις] εἰληφότας... τὰς μὲν κατὰ κράτος τὰς δὲ ἐκ παραδόσεως», Πολ.)νεοελλ.1. στον πληθ. οι παραδόσειςμυθικές διηγήσεις που πλάθονται από τον λαό και συνδέονται με ορισμένα φυσικά φαινόμενα, τόπους και πρόσωπα και οι οποίες πιστεύονται ως αληθινές2. φρ. «ιερά παράδοση» — η μία από τις δύο πηγές τής χριστιανικής θρησκείας η οποία, μαζί με την Αγία Γραφή, αποτελεί το βάθρο τής χριστιανικής διδασκαλίας και η οποία περιλαμβάνει διδάγματα τού Ιησού και τών αποστόλωναρχ.η υπαγωγή ενός ατόμου σε κάποιον εντεταλμένο για τιμωρία.
Dictionary of Greek. 2013.